- στίλπωνα
- στίλπωνdwarfmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στίλπων' — στίλπωνα , στίλπων dwarf masc acc sg στίλπωνι , στίλπων dwarf masc dat sg στίλπωνε , στίλπων dwarf masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απάθεια — Αδιαφορία, αναλγησία, αναισθησία, ηρεμία, ψυχραιμία. (Ιατρ.) Παθολογική κατάσταση που εκδηλώνεται με ολοκληρωτική αδιαφορία προς τα εξωτερικά συμβαίνοντα που προσπίπτουν στην αντίληψη, και την άμβλυνση ή την απουσία των συγκινησιακών αντιδράσεων… … Dictionary of Greek
ξενιτειά — Ο ξένος τόπος, το να ζει κανείς σε ξένο τόπο. Την ξ., τα δημοτικά τραγούδια και τα νεότερα λαϊκά, τη θεωρούν βαρύτερη και από το θάνατο. Ο όρος προέρχεται από τη λόγια λέξη ξενιτεία. Υπάρχει άλλωστε και μεταβυζαντινό στιχούργημα περίπου 550… … Dictionary of Greek
παροιμία — Απόφθεγμα σύντομο και συχνά πνευματώδες, με αρχαία παράδοση και μεγάλη διάδοση, το οποίο, με μορφή καμιά φορά μεταφορική, εκφράζει μια ηθική παραίνεση ή μια σκέψη ή έναν κανόνα, καταστάλαγμα όλα της πείρας. Η συντομία, η δηκτικότητα, ο… … Dictionary of Greek
δημοτικό τραγούδι — Το τραγούδι που συνιστά τη λυρική έκφραση του λαού. Τα δύο κύρια συστατικά του στοιχεία είναι η μουσική και ο λόγος. Σε πολλές περιπτώσεις ο μουσικός αυτός λόγος συνοδεύεται και από χορό. Το δ.τ. πέρασε από διάφορες φάσεις εξέλιξης, τόσο της… … Dictionary of Greek
Ζήνων ο Κιτιεύς — (Κίτιο, Κύπρος 336; – 264 π.Χ.). Φιλόσοφος, ιδρυτής της στωικής σχολής. Αρχικά ασχολήθηκε με το εμπόριο. Διαβάζοντας όμως τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα, αποφάσισε να στραφεί στη φιλοσοφία. Ταξίδεψε τότε στην Αθήνα και έγινε μαθητής του κυνικού … Dictionary of Greek
Ηλειακή σχολή — Αρχαιοελληνική φιλοσοφική σχολή.Μία από τις λεγόμενες Σωκρατικές σχολές, λιγότερο όμως σημαντική –από φιλοσοφική άποψη– σε σύγκριση με την Κυνική, την Κυρηναϊκή και τη Μεγαρική σχολή (προς την οποία ωστόσο πλησιάζει, σύμφωνα με τις σπάνιες και… … Dictionary of Greek
Κλείταρχος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Ιστορικός του Μεγάλου Αλεξάνδρου (τέλη 4ου – αρχές 3ου αι. π.Χ.). Υπήρξε γιος του ιστορικού Δείνωνα του Κολοφωνίου και μαθητής του Στίλπωνα. Από το έργο του Περί Αλεξάνδρου ιστορίαι (12 βιβλία), το… … Dictionary of Greek
Κομοτηνή — Πόλη (υψόμ. 45 μ., 43.326 κάτ.) της κεντρικής Θράκης, πρωτεύουσα του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στις νότιες απολήξεις της οροσειράς Ροδόπης, σε απόσταση 795 χλμ. από την Αθήνα και 281 χλμ. από τη Θεσσαλονίκη. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου.… … Dictionary of Greek
Κυριακίδου-Νέστορος, Άλκη — (Θεσσαλονίκη 1935 – 1988). Φιλόλογος, λαογράφος και πανεπιστημιακός. Ήταν κόρη του κορυφαίου λαογράφου Στίλπωνα Κυριακίδη (βλ. λ.). Σπούδασε φιλολογία στη φιλοσοφική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) και εθνολογία σε… … Dictionary of Greek